- αδηλόφλεβος
- ἀδηλόφλεβος, -ον (Α)αυτός που έχει αόρατες, αφανείς φλέβες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄδηλος + φλέψ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀδηλόφλεβον — ἀδηλόφλεβος with inconspicuous veins masc/fem acc sg ἀδηλόφλεβος with inconspicuous veins neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδηλοφλέβους — ἀδηλόφλεβος with inconspicuous veins masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδηλόφλεβα — ἀδηλόφλεβος with inconspicuous veins neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδηλόφλεβοι — ἀδηλόφλεβος with inconspicuous veins masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδηλος — η, ο (Α ἄδηλος ον) 1. ο μη δήλος, μη φανερός, άγνωστος, ασαφής, αβέβαιος 2. ο αγνώστου προελεύσεως, ανεξιχνίαστος, μυστηριώδης, κρυφός, μυστικός 3. (φρ. «άδηλα και κρύφια», για πράγματα άγνωστα και μυστηριώδη (η φρ. από την ΠΔ Ψαλμ. 50, 8) αρχ. 1 … Dictionary of Greek
φλέβα — η / φλέψ, εβός, ΝΜΑ, και φλέγα Ν 1. ανατ. (στην αρχ. από τον Ιπποκρ. και μετά) αιμοφόρο αγγείο το οποίο μεταφέρει φτωχό σε οξυγόνο αίμα από όλα τα μέρη τού σώματος στον δεξιό κόλπο τής καρδιάς 2. κοίτασμα ορυκτού 3. υπόγειο ρείθρο νερού («αἱ… … Dictionary of Greek